- αρχοντιλίκι
- τοη αρχοντιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρχοντας + (κατάλ.) -ιλίκι* (πρβλ. δημαρχιλίκι, προεδριλίκι, υπουργιλίκι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… … Dictionary of Greek